Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

ΟΙ ΔΙΩΞΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΟΥ 1922 ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ «ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΟ ΤΟΥ ΞΕΡΙΖΩΜΟΥ»


   ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΦΑ

Η λογοτεχνία, όπως είναι γνωστό, μπορεί να προσφέρει πολύτιμο υλικό σε ό,τι αφορά συμπεριφορές ανθρώπων ή ομάδων, μπορεί ακόμη να μιλήσει πρώτη αυτή για ζητήματα που πολύ αργότερα γίνονται αντιληπτά ή έρχονται στην επιφάνεια καθυστερημένα. Κι αυτό συμβαίνει είτε γιατί η επίσημη ιστοριογραφία υπακούει σε άλλες επιστημολογικές λογικές ή έχει άλλες πολιτικές αντιλήψεις είτε γιατί η επίσημη κοινωνία αρνείται να θέσει ανάλογους προβληματισμούς.
Γράφει... 

για παράδειγμα η πρόωρα χαμένη, εκλεκτή λαογράφος και κοινωνική ανθρωπολόγος Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, στα 1988: «Στο σχολείο δεν έμαθα τίποτα για τους πρόσφυγες, ούτε στο Πανεπιστήμιο. [...] Ούτε λέξη για τον διωγμό και την προσφυγική εμπειρία. Πώς να ξέρω ότι οι πρόσφυγες ήταν δίπλα μου. Ότι η Θεσσαλονίκη εκτός από ελληνιστική και βυζαντινή πόλη [...] ήταν επίσης και η μητέρα των προσφύγων όπως την ονόμασε ο αλησμόνητος Γιώργος Ιωάννου.
Πραγματικά στο βιβλίο του «Το δικό μας αίμα» ένας λογοτέχνης, ο Ιωάννου, περιγράφει την εγκατάσταση των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη, τον τόπο καταγωγής τους, τις συνοικίες και τις περιοχές όπου αυτοί πρωτοεγκαταστάθηκαν. Παράλληλα ο ίδιος συγγραφέας ψηλαφεί το ιστορικό υπόβαθρο της έλευσης των προσφύγων, επαινεί τον προσφυγικό οικισμό της Καλαμαριάς τους οποίους θεωρεί ως το πιο ζωντανό στοιχείο (κάτι παρόμοιο αν μου επιτρέπεται η αναλογία ισχύει και για τους ευαγγελικούς πρόσφυγες της πόλης μας στον ομώνυμο συνοικισμό). Αλλά και στα 1964, στο βιβλίο του «Για ένα φιλότιμο» περιέχεται και το περίφημο διήγημα «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς», διήγημα που αναλύεται εκτενώς στη Λογοτεχνία Κατεύθυνσης στην τρίτη τάξη του ελληνικού λυκείου.
Σημαντικό είναι εδώ να σημειώσουμε πως αυτό, η ανάλυση δηλαδή και καταγραφή του προσφυγικού στοιχείου, δεν ήταν αυτονόητο στην εποχή για την οποία συζητάμε, στα μέσα δηλαδή της δεκαετίας του 1960. Την εποχή αυτή λοιπόν το αφήγημα «δεν είχε αποκτήσει ακόμη ένα ευρύτερο ακροατήριο στη λογοτεχνία, στη μουσική, στον κινηματογράφο» όπως αναφέρει ο μελετητής του έργου τού Γ. Ιωάννου και ιστορικός της θεσσαλονίκειας ζωής Γιώργος Αναστασιάδης (βλ. το ωραίο βιβλίο του/συναγωγή μελετημάτων με τον τίτλο «Παντού στη Θεσσαλονίκη σε βρίσκει η ιστορία» (Κέδρος 2014, σσ. 118-119).

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την προσφυγική Πιερία όπου στον εικοστό αιώνα και αμέσως μετά την άφιξη των προσφύγων απουσιάζει η λογοτεχνική, μυθιστορηματική αξιοποίηση των όσων πέρασαν οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μας (το μείζον έργο του Στρατή Δούκα «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» που αφορά τον εγκατεστημένο στο χωριό Σπι [Νέα Έφεσσος] γράφτηκε βέβαια στα 1929 αλλά σκοπός του ήταν η ανάδειξη των προσφυγικών διώξεων ως απόρροια των κοινών μαρτυρίων των δύο λαών, όπως ακριβώς αναφερόταν στην πρώτη αφιέρωση του βιβλίου).
Από την άλλη, αυτοβιογραφικού χαρακτήρα κείμενα, απομημονεύματα και μαρτυρίες διαθέτουμε στην Πιερία δεκαπέντε εν όλω. Πρόκειται για μαρτυρίες και απομνημονεύματα γύρω από την μικρασιατική καταστροφή και τις δυσκολίες της εγκατάστασης στην νέα πατρίδα κατά τον μεσοπόλεμο, δηλωτικό και της έντονης παρουσίας των προσφύγων από τον Πόντο στην Κατερίνη και την περιοχή της. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα ονόματα των Θεόφιλου Ευθ. Χαλκίδη, Νίκου Δεληγγιαννίδη, Ορέστη Αυλίδη, Λάζαρου Τσακιρίδη, Σάββα Ι. Κανταρτζή και Ελευθέριου Ε. Ελευθεριάδη (η συμμετοχή των δύο τελευταίων ιδιαιτέρως έντονη και στην τοπική πνευματική και πολιτική σκηνή).

Έπρεπε ωστόσο να φτάσουμε στα 2014 για να έχουμε στα χέρια μας μία μυθιστορηματική βιογραφία 488 σελίδων, το πρώτο γραμματολογικά μυθιστόρημα που έχει βασικό του ήρωα Κατερινιώτη που ξεριζώθηκε από τη γη του Πόντου Και αυτό το οφείλουμε στην Δήμητρα Καπελούζου και στο βιβλίο της «Στον ανεμοστρόβιλο του ξεριζωμού. Πόντος-Ρωσία-Ελλάδα». Πρόκειται για τη ζωή, πολυτάραχη και αξιανάγνωστη, του πολυγραφότατου και ικανότατου δημοσιογράφου Σάββα Κανταρτζή, του σπουδαιότερου δημοσιογράφου που είχε η Πιερία στον 20ό αιώνα.

Το μυθιστόρημα ξεκινάει έξυπνα: στις δύο πρώτες σελίδες ο παντογνώστης αφηγητής μάς δείχνει έναν κατατρομαγμένο από άσχημα όνειρα άνθρωπο, τον Σάββα Κανταρτζή, ο οποίος κατατρύχεται από τον φόβο του θανάτου, καθώς θυμάται αναδρομικά το κυνηγητό των Τούρκων ή καθώς αναπολεί τις ωραίες ημέρες στα ευλογημένα χώματα των Κοτυώρων.
Μέσα από την αναδρομική αφήγηση μαθαίνουμε—και ίσως κάποιοι αναγνώστες βλέπουν για πρώτη φορά—πώς ήταν η ζωή, ο βίος ενός μικρού παιδιού που γεννήθηκε στα Κοτύωρα το 1900 από γονείς Πόντιους, ποιες ήταν οι σπουδές του και τέλος οι περιπέτειές του μέχρι να φτάσει στην μακεδονική γη. Περιπέτειες που σχετίζονται με την συνειδητή προετοιμασία της εθνοκάθαρσης, της εκρίζωσης δηλαδή ενός αρχαίου πολιτισμού, των Ελλήνων του Πόντου, από το κεμαλικό καθεστώς.