Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Κύπρος: Πλήθος κόσμου στην κηδεία αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής


«Δεν υπάρχει νους που να μπορεί να συλλάβει πώς μπορεί να ανεχτεί η ιστορία της ανθρωπότητας τέτοια εγκλήματα όπως αυτά που συνέβησαν στην Κύπρο το 1974» είπε μεταξύ άλλων ο ΓΓ του ΑΚΕΛ κατά την ομιλία του στην κηδεία

Σαράντα ένα... 

χρόνια μετά την εισβολή των Τούρκων στη Κύπρο, τελέστηκε σήμερα η κηδεία των θυμάτων ενός εκ των πλέον αποτρόπαιων εγκλημάτων. Έξι μέλη της ίδια οικογένειας. Ένα βρέφος 6 μηνών και πέντε γυναικών εκ των οποίων η μία έγκυος. Όλοι μέλη μιας οικογένειας που δεν μπόρεσε να γλιτώσει από τη δολοφονική μανία των Τούρκων. Η οικογένεια προσπαθούσε να εγκαταλείψει το χωριό Τραχώνι όταν οι Τούρκοι έμπαιναν σε αυτό.

Ένα βλήμα όλμου τους άφησε στο χώμα που γεννήθηκαν Ο μόλις 6 μηνών Ανδρέας Κυριάκου με την πιπίλα στο στόμα στην αγκαλιά της 25χρονης μάνας του Αγγελικής. Δίπλα η 46χρονη γιαγιά του Ελένη με το κλειδί του σπιτιού στο χέρι και γύρω τα άψυχα κορμιά των θείων του Θεμιστούλας 21 ετών, Μάρως 19 ετών και Σούλας μόλις 11 ετών. Μετά τον εντοπισμό του ομαδικού τάφου που άνοιξαν οι Τούρκοι για να καλύψουν το έγκλημα ακολούθησε η ταυτοποίηση. Τουλάχιστον, δόθηκε μια απάντηση και αποδείχθηκε ένα ακόμα έγκλημα από τα πολλά που σημάδεψαν τη Κύπρο.

Η εκκλησία που έγινε η κηδεία ήταν κατάμεστη. Έξι μικρά κιβώτια – φέρετρα τυλιγμένα με ελληνικές και κυπριακές σημαίες με τα οστά των 6 μέχρι πρόσφατα αγνοουμένων. Στα πέντε φέρετρα μια φωτογραφία. Το 6ο του εξάμηνου Ανδρέα δεν είχε. Στη σύντομη ζωή δεν έβγαλε μια φωτογραφία έστω για τη μνήμη αυτών που έζησαν αναζητώντας τον.

Ο ΓΓ του ΑΚΕΛ Άντρος Κυπριανού στον επικήδειο λόγο του: «Δεν υπάρχει νους που να μπορεί να συλλάβει πώς μπορεί να ανεχτεί η ιστορία της ανθρωπότητας τέτοια εγκλήματα όπως αυτά που συνέβησαν στην Κύπρο το 1974. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη που να μπορεί να παρηγορήσει τα θύματα τέτοιων εγκλημάτων, από τα οποία είναι γεμάτη η ιστορία της ανθρωπότητας και του τόπου μας που επιτρέπουν να σκοτώνεται ένα βρέφος έξι μηνών.

Δεν υπάρχουν λόγια που να μπορούν να παρηγορήσουν μια τέτοια μέρα, τους οικείους της οικογένειας Θεμιστοκλέους. Δεν υπάρχει τρόπος να κλείσει αυτή η πληγή, να σταματήσει η σκέψη που τυραννάει ένα ολόκληρο λαό, που παρόλη τη συμφορά και το φαρμάκι, θέλει να πάρει τα κλειδιά από το χέρι της γιαγιάς Ελένης και να πάει πίσω στα παλιά. Εκεί που γεννήθηκε και ρίζωσε. Στο σπίτι του, στη γειτονιά του, στο χωριό του. Δίχως να τον σημαδεύουν τα όπλα, δίχως να τον παρακολουθεί το άγρυπνο βλέμμα του στρατού, δίχως να του θυμίζει η κατοχή ότι είναι ένας περαστικός επισκέπτης. Να πάει πίσω στα χώματα που πότισε ο λαός μας με τόσο αίμα.

Θα παλέψουμε για να ξημερώσει εκείνη η μέρα. Για να λυτρωθεί από την τόση αδικία ο λαός μας. Για να μείνει έστω αυτή η παρηγοριά στον πόνο της οικογένειας Θεμιστοκλέους».